-
1 ἐκβάλλω
ἐκβάλλω, Arc. [full] ἐσδέλλω IG5(2).6.49 (Tegea, iv B.C.), [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] aor. - έβαλον: [tense] pf. - βέβληκα: [voice] Pass., [tense] fut.A- βεβλήσομαι E.Ba. 1313
:— throw or cast out of, c. gen.,Ὀδίον μέγαν ἔκβαλε δίφρου Il.5.39
, etc.: abs., throw out,ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον 1.436
, etc. ; καὶ τὴν μὲν..ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι ἔκβαλον threw her overboard, Od.15.481, cf. Hdt.1.24 : then in various relations, ἐκπίπτω being freq. used as its [voice] Pass. :1 throw ashore,τὸν δ' ἄρ'..νεὸς ἔκβαλε κῦμ' ἐπὶ χέρσου Od.19.278
;ἄνεμος.. τρηχέως περιέσπε..πολλὰς τῶν νεῶν ἐκβάλλων πρὸς τὸν Ἄθων Hdt.6.44
;ἐ. ἐς τὴν γῆν Id.7.170
(but in 2.113 ἄνεμοι..ἐκβάλλουσι ἐς τὸ πέλαγος carry out to sea ; ἐξέβαλεν ἄνεμος ἡμᾶς drove us out of our course, E.Cyc.20):—[voice] Med., put ashore,ἵππους ἐξεβάλλοντο Hdt. 6.101
; jettison, Syngr. ap. D.35.11.2 cast out of a place,Κιμμερίους ἐκβαλόντες ἐκ τῆς Εὐρώπης Hdt.1.103
; ἐ. ἐκ τῆς χώρας, of an enemy, Lycurg.99, cf. D.60.8 ; esp. of banishment, ἐκ πόλεως ἐ. drive out of the country, Pl.Grg. 468d, cf. Ar.Pl. 430, etc. ; of a corpse, ἔξω τῆς πόλεως, τῶν ὁρίων, Pl.Lg. 873b, 909c : c. acc. only. drive out, banish, Heraclit.121, S.OC6<*>6, 770, etc. ; turn out, ; cast out of the synagogue, Ev.Jo.34 ;ἐκ τοῦ τάγματος J.BJ2.8.8
; exorcize, cast out evil spirits, Ev.Marc.1.34, al. ; also in weakened sense, cause to depart, ib.43.3 expose on a desertisland, S.Ph. 257, 1034, 1390 ; expose a dead body,ταφῆς ἄτερ Id.Aj. 1388
; ἐ. τέκνα expose children, E. Ion 964.4 ἐ. γυναῖκα ἐκ τῆς οἰκίας divorce her, D. 59.83 : with simple acc., And.1.125, D.59.63, D.S.12.18, etc.:—[voice] Pass., LXXLe.21.7.5 cast out of his seat, depose a king,ἐ. ἕδρας Κρόνον A.Pr. 203
; ἐκ τυραννίδος θρόνου τ' ib. 910 ;ἐκ τῆς τιμῆς X.Cyr.1.3.9
: withoutἐκ, ἐ. τινὰ πλούτου S.El. 649
:—[voice] Pass., to be ejected, of an occupier, PPetr.2p.143 (iii B.C.), PMagd. 12.8 (iii B.C.), etc. ;χάριτος ἐκβεβλημένη S.Aj. 808
;ἐκ τῆς φιλίας X.An.7.5.6
; ἐκ τῆς ἀρχῆς ἐξεβλήθησαν Isoc.4.70.7 ἐ. φρέατα dig wells, Plu. Pomp.32.8 of drugs, get rid of,τοξεύματα Dsc.3.32
.II strike out of,χειρῶν δ' ἔκβαλλε κύπελλα Od.2.396
, cf. Theoc.22.210 ; ἐκβάλλεθ'..τευχέων πάλους throw them out of the urns, A.Eu. 742 : abs., δοῦρα ἐ. fell trees (prop., cut them out of the forest), Od.5.244.III let fall, drop,χειρὸς δ' ἔκβαλεν ἔγχος Il.14.419
;σφῦραν B.17.28
; , cf. Ar.Lys. 156 ;οἰστούς X.An.2.1.6
: metaph., ἦ ῥ' ἅλιον ἔπος ἔκβαλον let fall an idle word, Il.18.324 ;εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε Od.4.503
, cf. Hdt.6.69, A.Ag. 1662, etc. ;ἐ. ῥῆμα Pl.R. 473e
: abs., utter, speak, D.L.9.7 ; shed,δάκρυα δ' ἔκβαλε θερμά Od. 19.362
; ἐ. ἕρκος ὀδόντων cast, shed one's teeth, Sol.27, cf. E.Cyc. 644, etc. ; throw up blood, S.Ant. 1238 ; spit out, Thphr.HP4.8.4 ; ἐκβαλεῦσι τὰς κούρας their eyes will drop out, prov. of covetous persons, Herod.4.64.IV throw away, cast aside, reject, εὐμένειαν, χάριν, S.OC 631, 636, cf. Plb.1.14.4 ;προγόνων παλαιὰ θέσμια E.Fr.360.45
; ; recall, repudiate,ἐ. λόγους Pl.Cri. 46b
; annul, ; remoue an official from his post, D.21.87 ; drive an actor from the stage, Id.19.337 : metaph., of a politician, Pl.Ax. 368d : —[voice] Pass., Ar.Eq. 525 ;ἐκβάλλεσθαι ἄξια Antipho 4.3.1
.VI produce, of women, Hp.Epid.4.25 (of premature birth), Plu.Publ.21 ; esp. in case of a miscarriage or abortion, Hp.Mul.1.60, Thphr.HP9.18.8;βρέφος ἐκ τῆς γαστρός Ant.Lib. 34
; with play on 1.2, D.L.2.102, etc. ; hatch chicks, Sch.Ar.Av. 251.b of plants, ἐ. καρπόν put forth fruit, Hp.Nat.Puer.22 ;ἐ. στάχυν E.Ba.75
):—[voice] Pass.,τὰ ἐκβαλλόμενα BGU197.12
(i A.D.).IX Math., produce a line, in [voice] Pass., Arist. Cael. 71b29, Mech. 850a11, Str. 2.1.29, etc. ; ἐ. εἰς ἄπειρον produce to infinity, in metaph. sense,τὰ δεινά Phld.D.1.12
, cf. 13.X intr., go out, depart,ἵν' ἐκβάλω ποδὶ ἄλλην ἐπ' αἶαν E.El.96
; of the sea, break out of its bed, Arist. Mete. 367b13 ; of a rivcr, branch off, Pl.Phd. 113a : metaph.,ἐπειδὰν ἐς μειράκια ἐκβάλωσιν D.C.52.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβάλλω
-
2 τέρμα
A end, boundary, chiefly poet.:I goal round which horses and chariots had to turn at races,περὶ τέρμαθ' ἑλισσέμεν Il.23.309
; περὶ τ. βαλούσας, εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, ib. 462, 466; τέρματα θεῖναι or σημῆναι, ib. 333, 358;ἔστασεν ἐν τέρμασιν ἀγῶνος Pi.P. 9.114
; τ. δωδεκάγναμπτον, i.e. doubled twelve times, Id.O.3.33; δρόμου τέρματα dub. l. in S.El. 686; ἐξωτέρω ἀποκάμπτειν τοῦ τ. Arist. Rh. 1409b23.II generally, end, limit,δολιχῆς τ. κελεύθου Id.Pr. 286
(anap.), cf. 706, 823; ποῦ τὸ τ. τῆς φυγῆς; Id.Eu. 422: pl.,ὁδοῦ τέρματα Thgn.1166
; ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης (sc. τῆς Εὐρώπης) Hdt.7.54; συνάγουσι τὰ τέρματα (oftwo rivers) they contract their bounds, i.e. draw together and so contract the space between them, Id.4.52: metaph., πλούτου τέρμα a limit to wealth, Thgn. 227.2 end, in point of time or distance, ἐπὶ τέρμ' ἀφίκετο reached the limit, was at the end, S.Aj.48; Ἑρμῆς σφ' ἄγει.. πρὸς αὐτὸτ. Id.El. 1397 (lyr.); βιότουτ. the term or end of life, death, Simon. 85.13; τ. βίου or τοῦ βίου, A.Fr. 362, S.OT 1530 (troch.), E.Alc. 643; γήρως ἐσχάτοις πρὸς τ. Id.Andr. 1081; τ. μόχθων, πόνων, ἄθλου, A.Pr. 100 (anap.), 186 (lyr.), 259;Σισύφου πέτρος ἀνήνυτος, οὗ τὰ τέρματα αὖθις ἄρχει πόνων Pl.Ax. 371e
; ἐπὶ τέρματι at last, A.Eu. 633: also τέρμα abs., like τέλος, Ps.-Phoc.138.3 culmination, highest point, goal, τ. ἀέθλων prize, Pi.I.4(3).85(67); (lyr.);πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705
;τέρματα νίκης Archestr. Fr.34.10
;τ. τέχνης Parrhas. 2
; ὑγιείας ἀκόρεστον τ. the bounds of health are insatiable, A.Ag. 1002 (lyr.);ἀγχόνης τέρματα Id.Eu. 746
; θανάτου τ. E.Hipp. 140 (lyr.).4 highest power, supremacy, τ. Κορίνθου ἔχειν to be sovereign of Corinth, Simon.112;θεοὶ.. πάντων τέρμ' ἔχοντες E.Supp. 617
(lyr.); σωτηρίας γὰρ τέρμ' ἔχεις ἡμῖν μόνη you are the arbiter.., Id.Or. 1343; τ. τῆς σωτηρίας final pledge.., S.OC 725;δαίμονες οἳ φιλίης τέρματ'.. ἔχετε AP12.170
(Diosc.). (Cf. τέρμων, τέρθρον, Skt. tárati, tiráti 'cross, win through, overcome', Lat. terminus, trans, in-trare.) -
3 ἐπέκεινα
A on yonder side, beyond, c. gen., Hecat. ap. Str.12.3.23;τοῦ Ἡρακλείου ἐ. X. HG5.1.10
;οἱ ἐ. Τίγριδος καὶ Εὐφράτου Hdn.2.8.8
;ἐ. ἐλθεῖν Διονύσου
farther than..,Arr.
An.5.2.1: metaph.,ἐ. τῆς οὐσίας ὑπερέχειν Pl. R. 509b
;ἐλπίδος ἐ. Hld.9.5
.2 with Art., τὸ ἐ., [dialect] Att. τοὐπ., or τὰ ἐ., [dialect] Att. τἀπ., the part beyond, the far side,τὰ ἐ. τῆς Εὐρώπης Hdt.3.115
, cf. Th.6.63, etc.; τοὐπέκεινα τῆσδε γῆς beyond it, E.Hipp. 1199;Πίνδου τε τἀπ. A.Supp. 257
, cf. X.HG5.1.10; abs.,οἱ ἐκ τοῦ ἐ. Id.An. 5.4.3
;ἐν τῷ ἐ. Th.7.58
;τῶν νόθων [ἡδονῶν] εἰς τὸ ἐ. ὑπερβάς Pl.R. 587c
;τὸ ἐ. τοῦ νοῦ Porph.Sent.25
, Jul.Or.4.132c.II of past Time, οἱ ἐ. χρόνοι the times beyond or before, earlier times, Isoc.6.41; οἱ ἐ. (sc. τῶν Τρωϊκῶν γενόμενοι) Id.9.6.2 of future Time, henceforth, LXX 1 Ma.10.30, Thd.Su.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέκεινα
-
4 οὐδαμόθι
A nowhere, in no place, Hdt.7.49;οὐ. ἑτέρωθι Id.3.113
: c. gen.,οὐ. πάσης τῆς Εὐρώπης Id.7.126
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐδαμόθι
-
5 προσεσπέριος
προσεσπέριος, ον,A towards the west, western, Arist.Fr. 474, Plb.1.2.6, Scymn.157;τὰ π. τῆς Εὐρώπης D.H.1.13
;οἱ π. Λοκροί D.S.14.34
, cf. Str.9.5.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεσπέριος
-
6 προσορέω
A border on,οἱ προσοροῦντες τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκες Plb.10.41.4
;τὰ προσοροῦντα [τῇ Χερσονήσῳ] τῆς Εὐρώπης Id.21.46.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσορέω
-
7 ζήτησις
A seeking, search for,κατ' Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Hdt.2.44
; κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. Id.1.94, cf. 2.54; ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν in quest of him, S.Tr.55;ἡ ζ. τῶν δρασάντων Th.8.66
;ζ. ἐπιστήμης Pl.Tht. 196d
, etc.;τῆς τροφῆς Th.8.57
;τῆς ἀληθείας Id.1.20
.2 searching, examining, ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν searched the ships, Hdt.6.118, cf. Lys.12.30, Aeschin.1.43.3 inquiry, investigation, esp. of a philosophic nature, Pl.Cra. 406a, Ap. 29c, al.;περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Id.Ti. 47a
; ζ. τοῦ μέλλοντος διὰ ὀρνίθων ποιεῖσθαι inquire into the future by augury, Id.Phdr. 244c: in pl., Id.Phd. 66d, Phld.Rh.1.276S., 2.185S.4 judicial inquiry, Din.1.10, POxy. 237 vi7 (ii A.D.), etc.: pl., suits, controversies, OGI629.9 (Palmyra, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζήτησις
-
8 διαμείβω
A exchange, τι πρός τι one thing with another, Pl.Plt. 289e;τὰς οἰκίας J.BJ1.6.1
:—[voice] Med.,τισὶ τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον Sol.15.2
;τινί τι ἀντί τινος Pl.Lg. 915e
;τὰ ἱμάτια πρός τινα Plu.Cim.10
; διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης change Asia for Europe, i.e. pass into Asia, E.IT 397 (lyr.);δ. μεταβολήν Dam.Pr. 392
; δ. τὴν φύσιν πρός τι ib. 396.2 δ. ὁδόν finish a journey, A.Th. 334(lyr.):—[voice] Med., (anap.); but in [voice] Med. also, pass through,πολλὰ φῦλα Id.Supp. 543
(lyr.);πόντου πεδίον Id.Fr. 150
(lyr.).4 [voice] Med., ἀγορὰς διαποντίους δ. trade in foreign markets, D.H.5.66.5 [voice] Med., requite, D.C.56.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμείβω
-
9 διέξειμι
2 go through, pass through a country, δ. τῆς Λιβύης τὰ ἄνω ib.25;τὴν Μιλησίην Id.5.29
;διὰ πάσης Εὐρώπης Id.2.36
;διὰ παντὸς τοῦ σώματος Th.2.49
, cf. 3.45; χώραν, τόπον, Plb.4.25.4, Plu.2.149a.II in counting or recounting, go through in detail, relate circumstantially, Hdt.1.116, 7.77, etc.;περί τινος Isoc.5.4
, Pl.Prt. 361e, etc.; go through, by way of examining, E.Hipp. 1024; expound, Epicur.Nat.2.11; deliver,ἐγκώμιον Plu.Ant.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέξειμι
-
10 φοιτάω
Aἐπεφοίτεε Nonn.D.1.321
); [dialect] Dor. inf. ; [tense] impf.[dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἐφοίτη Theoc.2.155
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualφοιτήτην Il.12.266
; [dialect] Ion. : [dialect] Aeol. [tense] aor. subj. [ per.] 2sg.- άσῃς Sapph.68
:—go to and fro, backwards and forwards, and generally, with notion of repeated motion, stalk;ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449
, cf. 13.760;φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθε 5.595
; ;ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od.9.401
., cf.10.119;πάντῃ φοιτήσασα Il.20.6
;φοίτα μακρὰ βιβάς 15.686
, cf. Od.11.539; διὰ νηὸς φ. keep going from one part to another, 12.420; l.c.; of birds on the wing, Od.2.182, E.Hipp. 1059, Ion 154 (lyr.); of horses going to feed, Hdt.1.78; of hounds casting about for the scent, X.Cyn.4.4, 6.19; φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, of love frequenting both sea and land, S.Ant. 785 (lyr.), cf. E.Hipp. 447; of young men strutting about to show their persons,λαμπροί τ' ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ' Id.Fr. 282.11
.2 roam wildly about, Il.24.533;οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Od.14.355
;φοιτῶν μανιάσιν νόσοις S.Aj.59
, cf. OT 476 (lyr.), 1255: hence, roam about in frenzy or ecstacy, ἐς Διόνυσον, of a Bacchant, AP6.172.3 of sexual intercourse, go in to a man or woman,εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Il.14.296
;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 390c
;πρὸς τὴν γυναῖκα Lys.1.19
; παρ' αὐτήν ib.15;παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Hdt.2.111
;παρὰ τοὺς δούλους Id.4.1
; .4 resort to a person as a friend, φ. παρά τινα visit him, Pl.Phd. 59d, Euthd. 295d, La. 181c, etc.; παρ' ἡμᾶςφ. ὡς παρὰ φίλους Id.R. 328d
;πρὸς τὴν συνουσίαν τινός Id.Lg. 624a
;σφιν ἑκατέρωσε Id.Grg. 523b
.b resort to a person or place for any purpose,ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηϊόκεα.. δικασόμενοι Hdt.1.96
;παρά τινα φ. ἐς λόγους Id.7.103
; φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, Id.1.37;ἐς τὰ χρηστήρια Id.6.125
;εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Pl.Lg. 794b
; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies from the subject states, Th.1.95; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός frequent, wait at a great man's door, Hdt.3.119, X.Cyr.8.1.8, HG.1.6.10; later,φ. ἐπὶ θύρας Plu.Aem.10
, Luc.DMort.9.2, etc.;ἐπὶ θύραις Plu.Cat. Mi.21
(s. v. l.);ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν Lys.3.29
, cf. Aeschin.1.58;εἰς τὸ ἱερόν IG7.235.2
(Oropus, iv B. C.); alsoφ. εἰς συσσίτια Pl.R. 416e
;ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον Cratin.45
(anap.), cf. Eup.162 (lyr.);εἰς καπήλου φ. Plu.2.643c
; ; of a company of actors,φ. τισι εἰς τὴν πόλιν Pl.Lg. 817a
.: abs., of a suitor,φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ' αἰόλος δράκων.. ἄλλοτ' ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος S.Tr.11
.c of a dream that visits one frequently, haunts one,ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα E.Alc. 355
; .5 resort to a person as a teacher,παρά σε ταῦτα μαθησόμενος Id.Smp. 206b
; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (sc. οἶκον); Ar.Eq. 1235, cf. Pl.Prt. 326c, Alc.1.109d;τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Is.9.28
;εἰς τὰ διδασκαλεῖα φ. X.Cyr.1.2.6
;εἰς παλαίστραν Pl.Grg. 456d
;πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας Id.Erx. 398e
: later, c. dat.,τοῖς μάγοις Philostr. VA1.26
;διδασκάλοις Jul.Or.7.219c
: abs., go to school, Ar.Nu. 916, 938 (anap.);ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων D.18.265
: οἱ φοιτῶντες the schoolboys, Pl.Lg. 804d, Isoc.15.183.6 of a physician, practise, Hp. Lex4.II of things, esp. of objects of commerce, to come in constantly or regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης (sc. Εὐρώπης) ; κέρεα τὰ ἐς Ἔλληνας φοιτέοντα which are imported into Greece, Id.7.126; σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, ib.23, cf. Lys. 32.15, X.HG1.1.35; come in, of tribute or taxes, , cf. 3.90: generally,ἀκάμας χρόνος.. ἀενάῳ ῥεύματι φ. E.Fr.594.2
(anap.);ᾧ μία τις πήρα, μία διπλοΐς, εἷς ἅμ' ἐφοίτασκίπων
travelled,AP
7.65 (Antip.); of reports, was current,Plu.
Fab.21;τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Id.Sert.23
;ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης D.S.10.12
; of fits of pain,ἥδε [νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ, ἀπέρχεται S.Ph. 808
, cf. Hes. Op. 103; of the καταμήνια, Arist.HA 582b4, GA 727b27; of recurrent καθάρσεις, Id.HA 583a26; τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα came clear, Hp. Epid.7.115;ἄνω φοιτᾷ ἡ ὀδύνη Id.Mul.1.63
; of recurrent phenomena, such as rain, snow, hail, Arist.Mete. 347b12, Pr. 931a38. -
11 τέρμα
τέρμα, ατος, τό (cp. τέρμων ‘boundary’; Hom. et al.; GDI 711; PFay 217 βίου τέρμα; Sb 5829, 12; 3 Km 7:32; Wsd 12:27; SibOr 3, 756) a position on a limit of extent, end, limit, boundary (Hdt. 7, 54 ἐπὶ τέρμα τ. Εὐρώπης γίνεσθαι; Philostrat., Vi. Apoll. 5, 4; En 106:8; Philo, Mos. 1, 2 τὰ τ. γῆς τέρματα; Jos., Bell. 7, 284; Tat. 20, 2) τὸ τέρμα τῆς δύσεως the farthest limits of the west 1 Cl 5:7 (the var. interpretations of the expr. are dealt w. by Dubowy [s.v. Σπανία] 17–79). On the question of Paul’s journey to Spain s. lit. s.v. Σπανία.—DELG s.v. τέρμα A.
См. также в других словарях:
Συμβούλιο της Ευρώπης — Διεθνής οργανισμός, ο οποίος αποβλέπει στη διαφύλαξη και την ανάπτυξη των ιδεωδών και των αρχών, που αποτελούν κοινό κτήμα των Μελών του. Βλ. λ. Ευρώπης, Συμβούλιο της … Dictionary of Greek
Μαλάκα, πορθμός της- — (Malacca). Πορθμός (μέγιστο μήκος 800 χλμ., πλάτος 55 300 χλμ., μέγιστο βάθος 200 μ.) της νοτιοανατολικής Ασίας, ανάμεσα στη χερσόνησο της Μαλάκα, τη Σουμάτρα, τη θάλασσα των Ανταμάν και τη Νότια Κινεζική θάλασσα. Εκβάλλουν σε αυτόν ποταμοί με… … Dictionary of Greek
περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… … Dictionary of Greek
Ιταλίας, Ιερά Μητρόπολη και Εξαρχία Νότιας Ευρώπης — Μητρόπολη με έδρα τη Βενετία, όπου υπάρχει κοινότητα ορθοδόξων Ελλήνων από το 1498. Ιδρύθηκε το 1991 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο και αναγνωρίστηκε από το ιταλικό κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με προεδρικό διάταγμα στις 16… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek